ἐρωμανής: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eromanis
|Transliteration C=eromanis
|Beta Code=e)rwmanh/s
|Beta Code=e)rwmanh/s
|Definition=ἐρωμανές,<br><span class="bld">A</span> [[maddened by love]], διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 16.10, al.<br><span class="bld">2</span> [[exciting mad love]], φίλτρα Orph.''H.''55.14 (<b class="b3">ἐρωτομ-</b> codd.).
|Definition=ἐρωμανές,<br><span class="bld">A</span> [[maddened by love]], διάθεσις πρὸς μειράκιον [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.22, cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 16.10, al.<br><span class="bld">2</span> [[exciting mad love]], φίλτρα Orph.''H.''55.14 (<b class="b3">ἐρωτομ-</b> codd.).
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 08:00, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωμᾰνής Medium diacritics: ἐρωμανής Low diacritics: ερωμανής Capitals: ΕΡΩΜΑΝΗΣ
Transliteration A: erōmanḗs Transliteration B: erōmanēs Transliteration C: eromanis Beta Code: e)rwmanh/s

English (LSJ)

ἐρωμανές,
A maddened by love, διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. Nonn. D. 16.10, al.
2 exciting mad love, φίλτρα Orph.H.55.14 (ἐρωτομ- codd.).

Russian (Dvoretsky)

ἐρωμανής: безумно влюбленный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωμανής: -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρωμανής, -ές)
ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.).
επίρρ...
ἐρωμανῶς
μσν.
με μανία, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω-ς + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής κ.ά.)].