ἑξαπέλεκυς: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(2) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksapelekys | |Transliteration C=eksapelekys | ||
|Beta Code=e(cape/lekus | |Beta Code=e(cape/lekus | ||
|Definition=εως, ὁ, ἡ, | |Definition=-εως, ὁ, ἡ, [[with six axes]], ἑξαπέλεκυς ἀρχή = Lat. [[sexfascalis]], of the [[praetor]], Plb.3.40.9; ἑξαπέλεκυς ἡγεμών or simply ἑξαπέλεκυς a [[praetor]], Id.2.24.6, 3.40.11; [[στρατηγός]] ib.106.6, [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.42: pl., App.''Syr.''15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως<br />[[al que corresponde un séquito de seis portadores de fasces o lictores]], e.d., [[propio de la pretura]] por op. a la dignidad consular, a la que correspondían doce lictores, como trad. de lat. <i>[[sexfascalis]]</i> οἱ δὲ δὺο τὴν ἑξαπέλεκυν (ἀρχήν) los otros dos eran de la pretura, e.d., eran pretores</i>, Plb.3.40.9, cf. Them.<i>Or</i>.34.453<br /><b class="num">•</b>de pers. [[perteneciente a la pretura]], [[pretor]] ἑ. ὑπάρχων Plb.3.40.11, ἡγεμών Plb.2.24.6, cf. 3.40.14, στρατηγός Plb.3.106.6, cf. 33.1.5, [[Diodorus Siculus|D.S.]]29.26, 31.42, 33.2, App.<i>Syr</i>.15<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἑξαπελέκεις [[los pretores]] ἐξαπέστειλαν ... ἕνα δὲ τῶν ἑξαπελέκεων Plb.2.23.5, cf. 3.56.6. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑξαπέλεκυς:''' 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. [[ἀρχή]] Polyb. = [[praetura]]; ὁ ἑ. [[ἡγεμών]] или [[στρατηγός]] Polyb., Diod. = [[praetor]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξᾰπέλεκυς''': -εως, ὁ, ἡ, ἔχων ἓξ πελέκεις, ἑξ. [[ἀρχή]], τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος, Πολύβ. 3. 40, 9· ἑξ. ἡγεμὼν ἢ στρατηγὸς ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἑξαπέλεκυς]] = [[πραίτωρ]], ὁ αὐτ. 2. 24, 6., 3. 40, 11, κτλ. | |lstext='''ἑξᾰπέλεκυς''': -εως, ὁ, ἡ, ἔχων ἓξ πελέκεις, ἑξ. [[ἀρχή]], τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος, Πολύβ. 3. 40, 9· ἑξ. ἡγεμὼν ἢ στρατηγὸς ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἑξαπέλεκυς]] = [[πραίτωρ]], ὁ αὐτ. 2. 24, 6., 3. 40, 11, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>). | |mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, with six axes, ἑξαπέλεκυς ἀρχή = Lat. sexfascalis, of the praetor, Plb.3.40.9; ἑξαπέλεκυς ἡγεμών or simply ἑξαπέλεκυς a praetor, Id.2.24.6, 3.40.11; στρατηγός ib.106.6, D.S.31.42: pl., App.Syr.15.
Spanish (DGE)
-εως
al que corresponde un séquito de seis portadores de fasces o lictores, e.d., propio de la pretura por op. a la dignidad consular, a la que correspondían doce lictores, como trad. de lat. sexfascalis οἱ δὲ δὺο τὴν ἑξαπέλεκυν (ἀρχήν) los otros dos eran de la pretura, e.d., eran pretores, Plb.3.40.9, cf. Them.Or.34.453
•de pers. perteneciente a la pretura, pretor ἑ. ὑπάρχων Plb.3.40.11, ἡγεμών Plb.2.24.6, cf. 3.40.14, στρατηγός Plb.3.106.6, cf. 33.1.5, D.S.29.26, 31.42, 33.2, App.Syr.15
•subst. οἱ ἑξαπελέκεις los pretores ἐξαπέστειλαν ... ἕνα δὲ τῶν ἑξαπελέκεων Plb.2.23.5, cf. 3.56.6.
German (Pape)
[Seite 870] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἑξαπέλεκυς: 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. ἀρχή Polyb. = praetura; ὁ ἑ. ἡγεμών или στρατηγός Polyb., Diod. = praetor.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξᾰπέλεκυς: -εως, ὁ, ἡ, ἔχων ἓξ πελέκεις, ἑξ. ἀρχή, τὸ ἀξίωμα τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος, Πολύβ. 3. 40, 9· ἑξ. ἡγεμὼν ἢ στρατηγὸς ἢ ἁπλῶς ἑξαπέλεκυς = πραίτωρ, ὁ αὐτ. 2. 24, 6., 3. 40, 11, κτλ.
Greek Monolingual
ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια
2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς
πραίτορας, στρατηγός
4. φρ. «ἑξαπέλεκυς ἀρχή» — το αξίωμα του πραίτορα, η αρχή του στρατηγού (Πολ.).