εναγόμενος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[εναγόμενος]], εναγόμενη, εναγόμενον<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[αγωγή]], ο [[κατηγορούμενος]], ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />ο εγκαλούμενος με [[αγωγή]] στο δικαστήριο για να πληρώσει [[οφειλή]] του.<br /><b>βλ.</b> [[ενάγω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 30 March 2024
Greek Monolingual
εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του.
βλ. ενάγω.