βαφιάς: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βαφεύς]], | |mltxt=[[βαφιάς]], ο (AM [[βαφεύς]], βαφέως, Μ και βαφέας)<br />αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαφεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]], οι δε τύποι <i>βαφέας</i> και [[βαφιάς]] [[είναι]] μεταπλασμένοι τ. του [[βαφεύς]]. | ||
}} | }} |