στυγνότης: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(4)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stygnotis
|Transliteration C=stygnotis
|Beta Code=stugno/ths
|Beta Code=stugno/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gloominess, sullenness</b>, <span class="bibl">Alex.197</span>, <span class="bibl">Plb.3.20.3</span>; βλέμματος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>43</span>; of the sky, <span class="bibl">Plb.4.21.1</span>.</span>
|Definition=στυγνότητος, ἡ, [[gloominess]], [[sullenness]], Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.''Mar.''43; of the sky, Plb.4.21.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ητος, ἡ, [[Betrübnis]], καὶ [[πένθος]], Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στυγνότης''': -ητος, ἡ, [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[tristesse]].<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνότης στυγνότητος, ἡ [στυγνός] [[somberheid]], [[norsheid]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ητος (ἡ) :<br />tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
|elrutext='''στυγνότης:''' στυγνότητος ἡ [[угрюмость]], [[мрачность]] (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στυγνότης:''' -ητος, ἡ, [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στυγνότης:''' στυγνότητος, ἡ, [[μελαγχολία]], [[κατήφεια]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''στυγνότης''': στυγνότητος, ἡ, [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]].
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''στυγνότης:''' ητος угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
|mdlsjtxt=[[στυγνότης]], στυγνότητος, ἡ,<br />[[gloominess]], [[sullenness]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 2 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνότης Medium diacritics: στυγνότης Low diacritics: στυγνότης Capitals: ΣΤΥΓΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stygnótēs Transliteration B: stygnotēs Transliteration C: stygnotis Beta Code: stugno/ths

English (LSJ)

στυγνότητος, ἡ, gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.

German (Pape)

[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübnis, καὶ πένθος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνότης στυγνότητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.

Russian (Dvoretsky)

στυγνότης: στυγνότητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.

Greek Monotonic

στυγνότης: στυγνότητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στυγνότης: στυγνότητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.

Middle Liddell

στυγνότης, στυγνότητος, ἡ,
gloominess, sullenness, Plut.