τεκμαρτός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tekmartos
|Transliteration C=tekmartos
|Beta Code=tekmarto/s
|Beta Code=tekmarto/s
|Definition= τεκμαρτή, τεκμαρτόν, [[possible to be determined]], πρὸς εἶδος.. οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).
|Definition= τεκμαρτή, τεκμαρτόν, [[determinable]], [[possible to be determined]], πρὸς εἶδος.. οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] woraus man Zeichen entnehmen, vermuthen, schließen oder urtheilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] woraus man Zeichen entnehmen, vermuten, schließen oder urteilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτός Medium diacritics: τεκμαρτός Low diacritics: τεκμαρτός Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΟΣ
Transliteration A: tekmartós Transliteration B: tekmartos Transliteration C: tekmartos Beta Code: tekmarto/s

English (LSJ)

τεκμαρτή, τεκμαρτόν, determinable, possible to be determined, πρὸς εἶδος.. οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1082] woraus man Zeichen entnehmen, vermuten, schließen oder urteilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς εἶδος ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.

Greek Monolingual

ή, -ό / τεκμαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τεκμαίρομαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του
νεοελλ.
φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» — το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων
β) «τεκμαρτό ενοίκιο» — το θεωρητικό ενοίκιο για ιδιοκατοίκηση που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.