συμμεταδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=συμμεταδίδωμι
|Full diacritics=συμμεταδῐ́δωμι
|Medium diacritics=συμμεταδίδωμι
|Medium diacritics=συμμεταδίδωμι
|Low diacritics=συμμεταδίδωμι
|Low diacritics=συμμεταδίδωμι
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmetadidomi
|Transliteration C=symmetadidomi
|Beta Code=summetadi/dwmi
|Beta Code=summetadi/dwmi
|Definition=[[impart information about]] a matter, <b class="b3">σ. τινί τινος</b> or <b class="b3">περί τινος</b>, Plb.5.36.2, 22.14.7.
|Definition=[[impart information about]] a [[matter]], <b class="b3">σ. τινί τινος</b> or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), mittheilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), mitteilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμμεταδίδωμι:''' (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).
|elrutext='''συμμεταδίδωμι:''' (δῐ) [[передавать]], [[сообщать]] (τινί τινος или περί τινος Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταδῐ́δωμι Medium diacritics: συμμεταδίδωμι Low diacritics: συμμεταδίδωμι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: symmetadídōmi Transliteration B: symmetadidōmi Transliteration C: symmetadidomi Beta Code: summetadi/dwmi

English (LSJ)

impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.

German (Pape)

[Seite 981] (s. δίδωμι), mitteilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.

Greek Monolingual

Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].