κανονισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(13_2)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanonismos
|Transliteration C=kanonismos
|Beta Code=kanonismo/s
|Beta Code=kanonismo/s
|Definition=ὁ, perh. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the frieze</b> of a building, in pl., <span class="bibl">Man.1.299</span>, <span class="bibl">4.151</span>.</span>
|Definition=ὁ, perhaps [[the frieze]] of a building, in plural, Man.1.299, 4.151.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Theil des Gebäudes, vielleicht der Fries.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Teil des Gebäudes, vielleicht der Fries.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰνονισμός''': ὁ, [[ἴσως]] ἡ ζῳοφόρος οἰκοδομήματος, Μανέθων 1. 299., 1. 151
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κανονισμός]]) [[κανονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ρύθμιση]], η [[τακτοποίηση]], η [[διευθέτηση]] (α. «[[κανονισμός]] τών εξόδων» β. «[[κανονισμός]] βολής»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη [[λειτουργία]] [[κάθε]] οργανωμένου σώματος ή ομαδικής προσπάθειας («ο [[κανονισμός]] της Βουλής»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> το [[διάζωμα]] ή η [[ζωφόρος]] οικοδομήματος.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνονισμός Medium diacritics: κανονισμός Low diacritics: κανονισμός Capitals: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kanonismós Transliteration B: kanonismos Transliteration C: kanonismos Beta Code: kanonismo/s

English (LSJ)

ὁ, perhaps the frieze of a building, in plural, Man.1.299, 4.151.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Teil des Gebäudes, vielleicht der Fries.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνονισμός: ὁ, ἴσως ἡ ζῳοφόρος οἰκοδομήματος, Μανέθων 1. 299., 1. 151

Greek Monolingual

ο (Α κανονισμός) κανονίζω
νεοελλ.
1. η ρύθμιση, η τακτοποίηση, η διευθέτηση (α. «κανονισμός τών εξόδων» β. «κανονισμός βολής»)
2. το σύνολο τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάθε οργανωμένου σώματος ή ομαδικής προσπάθειας («ο κανονισμός της Βουλής»
αρχ.
πιθ. το διάζωμα ή η ζωφόρος οικοδομήματος.