ἀντερωτάω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anterotao
|Transliteration C=anterotao
|Beta Code=a)nterwta/w
|Beta Code=a)nterwta/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[question in turn]], ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span> 295b</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.226</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.24.16</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>18</span>.</span>
|Definition=[[question in turn]], ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.''Euthd.'' 295b, cf. Aeschin.3.226, Aen.Tact.24.16, Plu.''Cor.''18.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar a su vez]] ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.<i>Euthd</i>.295b, σαυτὸν δ' οὐκ ἀντερωτᾷ τίς ἂν εἴη Aeschin.3.226, ἐκείνων δὲ πάλιν ἀτερωτώντων Plu.<i>Cor</i>.18, ἀντηρώτησε «τίνι με [[δεῖ]] [[εἰπεῖν]]» ...; Plu.2.236d, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀντιλογῆσαι ἀντηρώτησεν Origenes <i>Comm.in Mt</i>.17.1<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀντερωτηθεὶς (ἀποκρίνεται) Ποσειδῶν Aen.Tact.24.16.<br /><b class="num">2</b> [[argumentar en contra]], [[refutar]] πάρεστι δὲ ... καὶ τὰς ἄλλας ἀπορίας τὸν ἀντερωτῶντα ... προσάγειν S.E.<i>M</i>.7.435.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀντερωτῶ]] :<br />[[interroger à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρωτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντερωτάω:''' [[спрашивать в свою очередь]] Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.
|lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρωτάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar a su vez]] ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.<i>Euthd</i>.295b, σαυτὸν δ' οὐκ ἀντερωτᾷ τίς ἂν εἴη Aeschin.3.226, ἐκείνων δὲ πάλιν ἀτερωτώντων Plu.<i>Cor</i>.18, ἀντηρώτησε «τίνι με [[δεῖ]] [[εἰπεῖν]]» ...; Plu.2.236d, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀντιλογῆσαι ἀντηρώτησεν Origenes <i>Comm.in Mt</i>.17.1<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀντερωτηθεὶς (ἀποκρίνεται) Ποσειδῶν Aen.Tact.24.16.<br /><b class="num">2</b> [[argumentar en contra]], [[refutar]] πάρεστι δὲ ... καὶ τὰς ἄλλας ἀπορίας τὸν ἀντερωτῶντα ... προσάγειν S.E.<i>M</i>.7.435.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] με τη [[σειρά]] μου, <i>ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] με τη [[σειρά]] μου, <i>ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντερωτάω:''' спрашивать в свою очередь Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[question]] in [[turn]], ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Plat.
|mdlsjtxt=to [[question]] in [[turn]], ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Plat.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερωτάω Medium diacritics: ἀντερωτάω Low diacritics: αντερωτάω Capitals: ΑΝΤΕΡΩΤΑΩ
Transliteration A: anterōtáō Transliteration B: anterōtaō Transliteration C: anterotao Beta Code: a)nterwta/w

English (LSJ)

question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd. 295b, cf. Aeschin.3.226, Aen.Tact.24.16, Plu.Cor.18.

Spanish (DGE)

1 preguntar a su vez ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd.295b, σαυτὸν δ' οὐκ ἀντερωτᾷ τίς ἂν εἴη Aeschin.3.226, ἐκείνων δὲ πάλιν ἀτερωτώντων Plu.Cor.18, ἀντηρώτησε «τίνι με δεῖ εἰπεῖν» ...; Plu.2.236d, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀντιλογῆσαι ἀντηρώτησεν Origenes Comm.in Mt.17.1
en v. pas. ἀντερωτηθεὶς (ἀποκρίνεται) Ποσειδῶν Aen.Tact.24.16.
2 argumentar en contra, refutar πάρεστι δὲ ... καὶ τὰς ἄλλας ἀπορίας τὸν ἀντερωτῶντα ... προσάγειν S.E.M.7.435.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ἀντερωτῶ :
interroger à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐρωτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερωτάω: спрашивать в свою очередь Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερωτάω: ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.

Greek Monotonic

ἀντερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ με τη σειρά μου, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Plat.