ορειβατώ: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ὀρειβατῶ, -έω) [[ορειβάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] αναβάσεις στα όρη, [[είμαι]] [[ορειβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβαίνω]] τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> περιπλανιέμαι στα όρη, [[βαδίζω]] στα όρη.
|mltxt=(Α ὀρειβατῶ, [[ὀρειβατέω]]) [[ορειβάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] αναβάσεις στα όρη, [[είμαι]] [[ορειβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβαίνω]] τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> περιπλανιέμαι στα όρη, [[βαδίζω]] στα όρη.
}}
}}

Latest revision as of 06:22, 31 May 2024

Greek Monolingual

(Α ὀρειβατῶ, ὀρειβατέω) ορειβάτης
νεοελλ.
εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης
αρχ.
1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», Διόδ.)
2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.