προχοΐδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(35)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochoidion
|Transliteration C=prochoidion
|Beta Code=proxoi/+dion
|Beta Code=proxoi/+dion
|Definition=Att. προχοίδιον, τό, Dim. of [[πρόχοος]], <span class="bibl">Cratin.193</span>, <span class="bibl">Stratt.22</span>, <span class="bibl">Str.17.1.38</span>, etc.
|Definition=Att. [[προχοίδιον]], τό, [[little pitcher]] ''Dim. of'' [[πρόχοος]], Cratin.193, Stratt.22, Str.17.1.38, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και προχοίδιον και [[προκοίδιον]], το, Α<br />μικρή [[πρόχους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>οἰνοχο</i>-<i>ΐδιον</i>)].
|mltxt=και προχοίδιον και [[προκοίδιον]], το, Α<br />μικρή [[πρόχους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόχους]] / [[πρόχοος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[οἰνοχοΐδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:19, 13 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχοΐδιον Medium diacritics: προχοΐδιον Low diacritics: προχοΐδιον Capitals: ΠΡΟΧΟΪΔΙΟΝ
Transliteration A: prochoḯdion Transliteration B: prochoidion Transliteration C: prochoidion Beta Code: proxoi/+dion

English (LSJ)

Att. προχοίδιον, τό, little pitcher Dim. of πρόχοος, Cratin.193, Stratt.22, Str.17.1.38, etc.

German (Pape)

[Seite 800] u. att. προχοίδιον, τό; Strab.; Poll. 6, 14; B. A. 49; = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

προχοΐδιον: Ἀττ. προχοίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ πρόχοος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1, Στράβ. 812, κτλ.· πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. li.

Greek Monolingual

και προχοίδιον και προκοίδιον, το, Α
μικρή πρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. οἰνοχοΐδιον)].