ἄμιθα: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(b) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amitha | |Transliteration C=amitha | ||
|Beta Code=a)/miqa | |Beta Code=a)/miqa | ||
|Definition=kind of < | |Definition=kind of [[cake]], perhaps = [[ἄμης]], Anacr.139, ''PHamb.''90.18(iii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀμιθάς]] (cf. [[ἀμαμιθάδες]]) Anacr.144 (cj., cód. [[ἄμιθα]])<br />sent. dud., quizá un tipo de [[condimento]] [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] Hsch., Anacr.l.c.<br /><b class="num">•</b>más prob. [[provisiones]], <i>PHaun</i>.22.11 (II/III a.C.), <i>PHamb</i>.90.18 (III a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄμιθα''': [[εἶδος]] πλακοῦντος, [[ἴσως]] ταυτόσημ. τῷ [[ἄμης]], «[[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.?<br />Meaning: <b class="b3">ἔδεσμα ποιόν</b>, <b class="b3">καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων</b> (467Page) H.<br />Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. [[ἄμιθας]]. Cf. <b class="b3">ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι</b>' [[ἀρτυμάτων]] (Photius 86 R.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with [[ἄμης]], but this is quite uncertain. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 1 July 2024
English (LSJ)
kind of cake, perhaps = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀμιθάς (cf. ἀμαμιθάδες) Anacr.144 (cj., cód. ἄμιθα)
sent. dud., quizá un tipo de condimento ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα Hsch., Anacr.l.c.
•más prob. provisiones, PHaun.22.11 (II/III a.C.), PHamb.90.18 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἄμιθα, τα (Α)
ίσως ταυτόσημο του ἄμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.?
Meaning: ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (467Page) H.
Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. ἄμιθας. Cf. ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι' ἀρτυμάτων (Photius 86 R.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with ἄμης, but this is quite uncertain.