μετασυγκριτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metasynkritikos
|Transliteration C=metasynkritikos
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Definition=v. [[μετασυγκρίνω]].
|Definition=[[suitable to produce alteration of the condition of the pores]], [[metasyncritic]]; v. [[μετασυγκρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 18:25, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκριτικός Medium diacritics: μετασυγκριτικός Low diacritics: μετασυγκριτικός Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metasynkritikós Transliteration B: metasynkritikos Transliteration C: metasynkritikos Beta Code: metasugkritiko/s

English (LSJ)

suitable to produce alteration of the condition of the pores, metasyncritic; v. μετασυγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.