μετασυγκριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_10)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μετασυγκριτικός
|Medium diacritics=μετασυγκριτικός
|Low diacritics=μετασυγκριτικός
|Capitals=ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=metasynkritikós
|Transliteration B=metasynkritikos
|Transliteration C=metasynkritikos
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Definition=[[suitable to produce alteration of the condition of the pores]], [[metasyncritic]]; v. [[μετασυγκρίνω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.
|lstext='''μετασυγκρῐτικός''': -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, [[διαφορητικός]], [[δύναμις]] Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετασυγκριτικός]], -ή, -όν (Α) [[μετασυγκρίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μετασύγκριση]] ή αυτός που προκαλεί [[μετασύγκριση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετασυγκριτικῶς</i> (Α)<br />με [[μετασύγκριση]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκριτικός Medium diacritics: μετασυγκριτικός Low diacritics: μετασυγκριτικός Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metasynkritikós Transliteration B: metasynkritikos Transliteration C: metasynkritikos Beta Code: metasugkritiko/s

English (LSJ)

suitable to produce alteration of the condition of the pores, metasyncritic; v. μετασυγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.