ξόβεργα: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(27) |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ιξόβεργα]], η, και ξόβεργο, το<br /><b>1.</b> [[βέργα]] αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη [[ουσία]], που χρησιμοποιείται ως μικρή [[παγίδα]] για τη [[σύλληψη]] πουλιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰξόβεργα</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[βέργα]], με σίγηση του αρκτ. άτονου <i>ι</i>-]. | |mltxt=[[ξόβεργα]] και [[ιξόβεργα]], η, και [[ξόβεργο]], το<br /><b>1.</b> [[βέργα]] αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη [[ουσία]], που χρησιμοποιείται ως μικρή [[παγίδα]] για τη [[σύλληψη]] πουλιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰξόβεργα</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[βέργα]], με σίγηση του αρκτ. άτονου <i>ι</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:11, 5 October 2024
Greek Monolingual
ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το
1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξόβεργα < ἰξός «είδος φυτού» + βέργα, με σίγηση του αρκτ. άτονου ι-].