στειλιάρι: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(38)
 
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / στειλιάριον, ΝΜ, και στελιάρι Ν [[στε</i>(<i>ι</i>)<i>λεά</i> / <i>στε</i>(<i>ι</i>)<i>λε</i>(<i>ι</i>)<i>ός]]<br /><b>1.</b> ο [[στειλεός]]<br /><b>2.</b> ξύλινο χοντρό [[ραβδί]], [[ρόπαλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[άξεστος]] και [[ανόητος]], [[κούτσουρο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «του 'δωσε [[στειλιάρι]]» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοκόπησε άγρια<br />β) «θέλει [[στειλιάρι]]» — του χρειάζεται γερό [[ξυλοκόπημα]], [[πρέπει]] να τον δείρουν πολύ.
|mltxt=[[στειλιάρι]], το / [[στειλιάριον]], ΝΜ, και [[στελιάρι]] Ν στε(ι)λεά / στε(ι)λε(ι)ός<br /><b>1.</b> ο [[στειλεός]]<br /><b>2.</b> ξύλινο χοντρό [[ραβδί]], [[ρόπαλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[άξεστος]] και [[ανόητος]], [[κούτσουρο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «του 'δωσε [[στειλιάρι]]» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοκόπησε άγρια<br />β) «θέλει [[στειλιάρι]]» — του χρειάζεται γερό [[ξυλοκόπημα]], [[πρέπει]] να τον δείρουν πολύ.
}}
}}

Revision as of 07:43, 6 October 2024

Greek Monolingual

στειλιάρι, το / στειλιάριον, ΝΜ, και στελιάρι Ν στε(ι)λεά / στε(ι)λε(ι)ός
1. ο στειλεός
2. ξύλινο χοντρό ραβδί, ρόπαλο
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος άξεστος και ανόητος, κούτσουρο
2. φρ. α) «του 'δωσε στειλιάρι» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοκόπησε άγρια
β) «θέλει στειλιάρι» — του χρειάζεται γερό ξυλοκόπημα, πρέπει να τον δείρουν πολύ.