ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
lsj>Spiros |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
ἆθλος, άεθλος, ἐνέργημα, πραγματεία, πρᾶξις, πρῆξις, διάπραξις, ἐπιτήδευσις, ποίημα, περισπασμός, ἐπιμέλημα, ἐγχείρησις, ἄσκημα, πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, ἔργον, χρεία, ἐπιμέλεια, ἀσχολία, χρέος, πρόβλημα