ἀναμφίεστος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἀναμφίαστος]], -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀναμφίεστος]] Cyr.Al.M.77.864C; adv. [[ἀναμφιέστως]] Cyr.Al.M.76.989B<br /><b class="num">1</b> de pers. [[desnudo]] Cyr.Al.M.68.1021A<br /><b class="num">•</b>fig. [[simple]], [[sencillo]] ἀλήθεια Cyr.Al.M.77.864C.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀναμφιέστως]] = [[sin ropa]] Cyr.Al.M.76.989B. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] unangekleidet, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] [[unangekleidet]], Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμφίεστος''': -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν [[οἱονεί]] πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318. | |lstext='''ἀναμφίεστος''': -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν [[οἱονεί]] πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναμφίεστος]], -ον (Α) (Μ και -αστος) [[ἀμφιέννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο [[γυμνός]]<br /><b>2.</b> [[απροκάλυπτος]], [[φανερός]]. | |mltxt=[[ἀναμφίεστος]], -ον (Α) (Μ και -αστος) [[ἀμφιέννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο [[γυμνός]]<br /><b>2.</b> [[απροκάλυπτος]], [[φανερός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:06, 13 October 2024
Spanish (DGE)
ἀναμφίαστος, -ον
• Alolema(s): ἀναμφίεστος Cyr.Al.M.77.864C; adv. ἀναμφιέστως Cyr.Al.M.76.989B
1 de pers. desnudo Cyr.Al.M.68.1021A
•fig. simple, sencillo ἀλήθεια Cyr.Al.M.77.864C.
2 adv. ἀναμφιέστως = sin ropa Cyr.Al.M.76.989B.
German (Pape)
[Seite 198] unangekleidet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίεστος: -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν οἱονεί πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.
Greek Monolingual
ἀναμφίεστος, -ον (Α) (Μ και -αστος) ἀμφιέννυμι
1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός
2. απροκάλυπτος, φανερός.