προεξέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeksecho
|Transliteration C=proeksecho
|Beta Code=proece/xw
|Beta Code=proece/xw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[project from]], τοῦ αἰγιαλοῦ <span class="bibl">Agath.5.22</span>.</span>
|Definition=[[project from]], τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾶν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 21:11, 23 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέχω Medium diacritics: προεξέχω Low diacritics: προεξέχω Capitals: ΠΡΟΕΞΕΧΩ
Transliteration A: proexéchō Transliteration B: proexechō Transliteration C: proeksecho Beta Code: proece/xw

English (LSJ)

project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾶν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.