σύμπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympnoos
|Transliteration C=sympnoos
|Beta Code=su/mpnoos
|Beta Code=su/mpnoos
|Definition=ον, contr. σύμπνους, ουν, ([[πνοή]] [[concordant]], Plu.2.574e; [[agreeing with]], [[in accord with]], τινι <span class="title">AP</span>6.227 (Crin.), <span class="bibl">11.372</span> (Agath.); [[accordant]], Plu.2.618d, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.10</span>, etc.; [[animated by one spirit]], σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.12</span>; [[animated by a common]] πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.264</span>.
|Definition=σύμπνοον, contr. [[σύμπνους]], σύμπνουν, ([[πνοή]] [[concordant]], Plu.2.574e; [[agreeing with]], [[in accord with]], τινι ''AP''6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); [[accordant]], Plu.2.618d, Aret.''SA''1.10, etc.; [[animated by one spirit]], σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.''Nat.Fac.''1.12; [[animated by a common]] πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ [[σύμπνοος]] κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ [[ὄντα]] Plut. de fat. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ [[σύμπνοος]] κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ [[ὄντα]] Plut. de fat. 11.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[animé d'un même souffle]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπνοος:''' стяж. [[σύμπνους]] 2 [[единодушный]], [[проникнутый единством]] (ὁ [[κόσμος]] Plut.): σ. τινι Anth. [[единодушный]] с кем(чем)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, [[σύμφωνος]], τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· [[σύμφωνος]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''σύμπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, [[σύμφωνος]], τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· [[σύμφωνος]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />animé d'un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπνοος:''' стяж. [[σύμπνους]] 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ [[κόσμος]] Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 24 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπνοος Medium diacritics: σύμπνοος Low diacritics: σύμπνοος Capitals: ΣΥΜΠΝΟΟΣ
Transliteration A: sýmpnoos Transliteration B: sympnoos Transliteration C: sympnoos Beta Code: su/mpnoos

English (LSJ)

σύμπνοον, contr. σύμπνους, σύμπνουν, (πνοή concordant, Plu.2.574e; agreeing with, in accord with, τινι AP6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); accordant, Plu.2.618d, Aret.SA1.10, etc.; animated by one spirit, σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.Nat.Fac.1.12; animated by a common πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.

German (Pape)

[Seite 988] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
animé d'un même souffle.
Étymologie: συμπνέω.

Russian (Dvoretsky)

σύμπνοος: стяж. σύμπνους 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ κόσμος Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, σύμφωνος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· σύμφωνος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.

Greek Monotonic

σύμπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν (συμπνέω), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, ομόγνωμος, ομόψυχος, τινι, σε Ανθ.