εὐδίοπτος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdioptos | |Transliteration C=evdioptos | ||
|Beta Code=eu)di/optos | |Beta Code=eu)di/optos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδίοπτον, [[easy to see through]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''658a5, ''Pr.''932b8 (Comp.), cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''80; τὸ εὐ. τῆς θαλάσσης Arist.''GA''779b31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:28, 2 November 2024
English (LSJ)
εὐδίοπτον, easy to see through, Arist.PA658a5, Pr.932b8 (Comp.), cf. Thphr. Sens.80; τὸ εὐ. τῆς θαλάσσης Arist.GA779b31.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu durchsehen, durchsichtig, Arist. oft, z. B. Probl. 21, 8, 9, im comparat.
Russian (Dvoretsky)
εὐδίοπτος: прозрачный (ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδίοπτος: -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38· τὸ εὐδ., διαφάνεια, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.
Greek Monolingual
εὐδίοπτος, -ον (Α)
1. αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον
η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί-οπτος «διαφανής»].