χαλικώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalikodis | |Transliteration C=chalikodis | ||
|Beta Code=xalikw/dhs | |Beta Code=xalikw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=χαλικῶδες, [[in small masses]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 65. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:37, 2 November 2024
English (LSJ)
χαλικῶδες, in small masses, Thphr. De Lapidibus 65.
German (Pape)
[Seite 1328] ες, in kleinen Massen, bröckelig, Theophr., dem μέγας entgeggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς χάλιξ, ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ λίθος ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· μέγας δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ χαλικώδης Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.
Greek Monolingual
-ες / χαλικώδης, -ῶδες, ΝΑ χάλιξ, -ικος]
νεοελλ.
γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση»)
αρχ.
όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος.