colérico: Difference between revisions
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀκράχολος]], [[ἀκρόχολος]], [[βαρύθυμος]], [[βριμώδης]], [[δύσμηνις]], [[δύσοργος]], [[ἐγκρασίχολος]], [[ὀξυθυμίας]], [[ὀξύθυμος]], [[ὀξυκάρδιος]], [[ὀξύρροπος]], [[ὀξύς]], [[ὀξύχολος]], [[ὀργὴν ἄκρος]], [[πλήκτης]], [[ταχύμηνις]], [[φιλόδηρις]], [[χαλεπός]], [[χολοδεκτικός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 2 November 2024
Spanish > Greek
ἀκράχολος, ἀκρόχολος, βαρύθυμος, βριμώδης, δύσμηνις, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός