προσφωνηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_11) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfonimatikos | |Transliteration C=prosfonimatikos | ||
|Beta Code=prosfwnhmatiko/s | |Beta Code=prosfwnhmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσφωνηματική, προσφωνηματικόν, [[usual in addressing]], <b class="b3">λόγος π.</b> a public oration or address, D.H.''Rh.''5 tit., cf. Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''299. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφωνηματικός''': -ή, -όν, οὗ γίνεται [[χρῆσις]] ἐν προσφωνήσει, [[λόγος]] πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.). | |lstext='''προσφωνηματικός''': -ή, -όν, οὗ γίνεται [[χρῆσις]] ἐν προσφωνήσει, [[λόγος]] πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προσφώνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός του οποίου γίνεται [[χρήση]] [[κατά]] την [[προσφώνηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 15 November 2024
English (LSJ)
προσφωνηματική, προσφωνηματικόν, usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.
German (Pape)
[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei einer Anrede schicklich, gewöhnlich, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνηματικός: -ή, -όν, οὗ γίνεται χρῆσις ἐν προσφωνήσει, λόγος πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προσφώνημα, -ατος]
αυτός του οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση.