ἐθελοπρόξενος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐθελο-[[πρόξενος]], ον<br />one who [[voluntarily]] charges [[himself]] with the [[office]] of [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]), Thuc. | |mdlsjtxt=ἐθελο-[[πρόξενος]], ον<br />one who [[voluntarily]] charges [[himself]] with the [[office]] of [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]), Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[voluntarius hospes publicus]]'', [[voluntary public guest]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.70.3/ 3.70.3] (<i>de Pythia Corcyraeo</i> <i>concerning the Corcyrean Pythias</i>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:33, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐθελοπρόξενον, one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.
German (Pape)
[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπρόξενος: ὁ добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.
Greek Monolingual
ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.
Greek Monotonic
ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.), Thuc.
Lexicon Thucydideum
voluntarius hospes publicus, voluntary public guest, 3.70.3 (de Pythia Corcyraeo concerning the Corcyrean Pythias).