δρεπανοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρεπᾰνο-ειδής, ές <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />[[sickle]]-shaped, Thuc.
|mdlsjtxt=δρεπᾰνο-ειδής, ές <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />[[sickle]]-shaped, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[falci similis]]'', [[sickle-shaped]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.4.5/ 6.4.5] (<i>de Messana</i> <i>concerning Messene</i>).
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνοειδής Medium diacritics: δρεπανοειδής Low diacritics: δρεπανοειδής Capitals: ΔΡΕΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: drepanoeidḗs Transliteration B: drepanoeidēs Transliteration C: drepanoeidis Beta Code: drepanoeidh/s

English (LSJ)

δρεπανοειδές, sickle-shaped, Th.6.4, Str.8.2.3.

Spanish (DGE)

-ές
falciforme de lugares costeros δρεπανοειδὲς τὴν ἰδέαν τὸ χωρίον ἐστί Th.6.4, cf. Str.8.2.3, Eust.732.22
subst. τὸ δ. la forma de hoz Chrys.M.60.103.

German (Pape)

[Seite 666] ές, sichelförmig; χωρίον Thuc. 6, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme d'une faux.
Étymologie: δρέπανον, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

δρεπανοειδής: серповидный, имеющий форму серпа (χωρίον Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα δρεπάνου, Θουκ. 6. 4, Στράβων 335.

Greek Monolingual

-ές (AM δρεπανοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδήςσελήνη δρεπανοειδής»).

Greek Monotonic

δρεπᾰνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ.

Middle Liddell

δρεπᾰνο-ειδής, ές adj εἶδος
sickle-shaped, Thuc.

Lexicon Thucydideum

falci similis, sickle-shaped, 6.4.5 (de Messana concerning Messene).