μεθεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[μετέχω]], αυτό που πρέπει να έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''μεθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[μετέχω]], αυτό που πρέπει να έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[pars habenda est]]'', [[part must be had]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.65.3/ 8.65.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:33, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτέον Medium diacritics: μεθεκτέον Low diacritics: μεθεκτέον Capitals: ΜΕΘΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: methektéon Transliteration B: methekteon Transliteration C: methekteon Beta Code: meqekte/on

English (LSJ)

(μετέχω) one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.

German (Pape)

[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτέον: adj. verb. к μετέχω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.

Greek Monotonic

μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.

Lexicon Thucydideum

pars habenda est, part must be had, 8.65.3.