σμηγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(c2) |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smigmatodis | |Transliteration C=smigmatodis | ||
|Beta Code=smhgmatw/dhs | |Beta Code=smhgmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σμηγματῶδες, like a [[σμῆγμα]], [[soapy]], [[oily]], [[fatty]], Hp.''Acut.''53; τροφή Aret.''CA''1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.''CD''1.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σμηγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς [[σάπων]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 16 November 2024
English (LSJ)
σμηγματῶδες, like a σμῆγμα, soapy, oily, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.
German (Pape)
[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).