ῥαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary Tag: Manual revert |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rantir | |Transliteration C=rantir | ||
|Beta Code=r(anth/r | |Beta Code=r(anth/r | ||
|Definition= | |Definition=ῥαντῆρος, ὁ, ([[ῥαίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who wets]], especially of the inner corner of the [[eye]], Nic. ''Th.''673, cf. Poll.2.71.<br><span class="bld">II</span> [[sprinkler]], Mon.Ant.23.150 (Adanda). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς [[ῥαντήρ]] der vordere Augenwinkel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ῆρος, ὁ, der [[Netzer]], [[Benetzer]], [[Besprenger]]; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς [[ῥαντήρ]] der vordere Augenwinkel. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ῥαίνω]]) ὁ ὑγραίνων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ [[πηγή]], Νικ. Θ. 673, πρβλ. | |lstext='''ῥαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ῥαίνω]]) ὁ ὑγραίνων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ [[πηγή]], Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ( | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 19 November 2024
English (LSJ)
ῥαντῆρος, ὁ, (ῥαίνω)
A one who wets, especially of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71.
II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).
German (Pape)
[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].