αργά: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἀργά) <b>επίρρ.</b> [[[αργός]] II]<br /><b>1.</b> [[σιγά]], [[χωρίς]] [[βιασύνη]]<br /><b>2.</b> άκαιρα, παράκαιρα<br /><b>3.</b> το [[βραδάκι]]<br /><b>4.</b> [[μετά]] το [[πέρασμα]] μιας ορισμένης ώρας<br /><b>5.</b> σε προχωρημένη βραδινή ώρα<br /><b>6.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βράδι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αργά]] ή [[γρήγορα]]» — [[κάποτε]] στο [[μέλλον]] [[αλλά]] [[εξάπαντος]]<br />β) «[[κάλλιο]] [[αργά]] [[παρά]] [[ποτέ]]» — [[είναι]] προτιμότερο να κάνει [[κάποιος]] το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει [[καθόλου]].
|mltxt=(Μ ἀργά) <b>επίρρ.</b> [[[αργός]] II<br /><b>1.</b> [[σιγά]], [[χωρίς]] [[βιασύνη]]<br /><b>2.</b> άκαιρα, παράκαιρα<br /><b>3.</b> το [[βραδάκι]]<br /><b>4.</b> [[μετά]] το [[πέρασμα]] μιας ορισμένης ώρας<br /><b>5.</b> σε προχωρημένη βραδινή ώρα<br /><b>6.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βράδι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αργά]] ή [[γρήγορα]]» — [[κάποτε]] στο [[μέλλον]] [[αλλά]] [[εξάπαντος]]<br />β) «[[κάλλιο αργά παρά ποτέ]]» — [[είναι]] προτιμότερο να κάνει [[κάποιος]] το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει [[καθόλου]].
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 12 December 2024

Greek Monolingual

(Μ ἀργά) επίρρ. [[[αργός]] II
1. σιγά, χωρίς βιασύνη
2. άκαιρα, παράκαιρα
3. το βραδάκι
4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας
5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα
6. ως ουσ. το βράδι
7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» — κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ» — είναι προτιμότερο να κάνει κάποιος το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει καθόλου.