μάργηλις: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(8) |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=margilis | |Transliteration C=margilis | ||
|Beta Code=ma/rghlis | |Beta Code=ma/rghlis | ||
|Definition= | |Definition=μαργήλεως or μαργήλιδος, ἡ, [[pearl]], Philostr.''Im.''1.6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάργηλις''': μαργήλεως, ἢ μαργηλίς, μαργηλίδος, ἡ, [[μαργαρίτης]], Φιλόστρ. 700· - πρβλ. [[μαργέλλια]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάργηλις]], μαργήλεως και [[μαργηλίς]], μαργηλίδος, ἡ (Α) [[μαργαρίτης]], [[μαργαριτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[μαργέλλιον]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=μαργήλιδος, ἡ, <i>die [[Perle]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 9 January 2025
English (LSJ)
μαργήλεως or μαργήλιδος, ἡ, pearl, Philostr.Im.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
μάργηλις: μαργήλεως, ἢ μαργηλίς, μαργηλίδος, ἡ, μαργαρίτης, Φιλόστρ. 700· - πρβλ. μαργέλλια.
Greek Monolingual
μάργηλις, μαργήλεως και μαργηλίς, μαργηλίδος, ἡ (Α) μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μαργέλλιον].
German (Pape)
μαργήλιδος, ἡ, die Perle, Sp.