μαργέλλιον

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαργέλλιον: τό, = μαργαρίτης, Βυζ.

Greek Monolingual

μαργέλλιον, τὸ (Α)
είδος οινικόδεντρου ή ο καρπός του, ίσως το κοκοκάρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. marikela (πρβλ. περσ. margel)].

German (Pape)

τό, die Perle, Sp.