μολυβδοχοέω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] Blei gießen, schmelzen, Ar. Eccl. 1110.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] Blei gießen, schmelzen, Ar. Eccl. 1110.
}}
{{ls
|lstext='''μολυβδοχοέω''': [[τήκω]], [[χωνεύω]] μόλυβδον, [[ἐργάζομαι]] ὡς [[μολυβδουργός]], [[Πολυδ]]. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. [[ἄγαλμα]], ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.
}}
}}

Revision as of 09:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχοέω Medium diacritics: μολυβδοχοέω Low diacritics: μολυβδοχοέω Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΕΩ
Transliteration A: molybdochoéō Transliteration B: molybdochoeō Transliteration C: molyvdochoeo Beta Code: molubdoxoe/w

English (LSJ)

   A melt lead, work as a plumber, Poll.7.108.    2 c. acc., fix with molten lead, e.g. a statue on its pedestal, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρά Ar.Ec.1110, cf. IG22.1672.176 (Athens),7.3073.179,al. (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 200] Blei gießen, schmelzen, Ar. Eccl. 1110.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοχοέω: τήκω, χωνεύω μόλυβδον, ἐργάζομαι ὡς μολυβδουργός, Πολυδ. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. ἄγαλμα, ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.