ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(c2)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] att. [[ἁμοῦ]], irgendwo, [[ἁμοῦ]] γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμοῦ''': Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον [[μέρος]]» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: [[ἄλλοθι]] [[μηδὲ]] ἁμοῦ, εἰς κανὲν [[μέρος]], [[διόλου]], Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, [[ἁμοῖ]].
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.