ἔκληψις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0767.png Seite 767]] ἡ, das Aufnehmen, -fangen, Diosc. – Bei den Musikern Ggstz von [[πρόληψις]], Anonym. de mus. 3, wo Bellermann zu vgl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0767.png Seite 767]] ἡ, das Aufnehmen, -fangen, Diosc. – Bei den Musikern Ggstz von [[πρόληψις]], Anonym. de mus. 3, wo Bellermann zu vgl.
}}
{{ls
|lstext='''ἔκληψις''': -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἔκ τινος, συλλέγειν, πρὸς ἔκληψιν τῆς λιγνύος, «διὰ τὸ μάζεμα τῆς καπνιᾶς» (τοῦ λιβάνου), Διοσκ. 1. 81. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, «ἡ ἀπὸ τοῦ ὀξυτέρου φθόγγου ἐπὶ τὸν βαρύτερον κατὰ μουσικὸν [[μέλος]] [[ἄνεσις]]» Βρυενν. Ἁρμον. σ. 579. 3) [[εἴσπραξις]], [[ἔκληψις]] δημοσίων φόρων (Ἰουστινιαν. Νεαρ. 123, 6. 4) τὸ ἐκλαμβάνειν τι [[οὕτως]] ἢ ἄλλως, [[ἔννοια]], [[σημασία]], Ἰσίδ. Πηλουσιώτ. 388Α. ΙΙ. [[μόνωσις]], Ὀριβάσ. (ἔκδ. Daremberg) 4. σ. 53.
}}
}}

Revision as of 09:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκληψις Medium diacritics: ἔκληψις Low diacritics: έκληψις Capitals: ΕΚΛΗΨΙΣ
Transliteration A: éklēpsis Transliteration B: eklēpsis Transliteration C: eklipsis Beta Code: e)/klhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking out, collecting, Dsc.1.68.4; removing, Id.3.90.    2 farming of taxes, BGU897.1, Just.Nov.123.6; of any trade enterprise, PTeb.38.11 (ii B.C.).    3 isolation, dissecting out, of an aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.3; of a varicose vein, ib.4.36.7.    4 taking of extract from a document, Mitteis Chr.185 (ii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4a, etc.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, das Aufnehmen, -fangen, Diosc. – Bei den Musikern Ggstz von πρόληψις, Anonym. de mus. 3, wo Bellermann zu vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκληψις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἔκ τινος, συλλέγειν, πρὸς ἔκληψιν τῆς λιγνύος, «διὰ τὸ μάζεμα τῆς καπνιᾶς» (τοῦ λιβάνου), Διοσκ. 1. 81. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, «ἡ ἀπὸ τοῦ ὀξυτέρου φθόγγου ἐπὶ τὸν βαρύτερον κατὰ μουσικὸν μέλος ἄνεσις» Βρυενν. Ἁρμον. σ. 579. 3) εἴσπραξις, ἔκληψις δημοσίων φόρων (Ἰουστινιαν. Νεαρ. 123, 6. 4) τὸ ἐκλαμβάνειν τι οὕτως ἢ ἄλλως, ἔννοια, σημασία, Ἰσίδ. Πηλουσιώτ. 388Α. ΙΙ. μόνωσις, Ὀριβάσ. (ἔκδ. Daremberg) 4. σ. 53.