ὀρφανίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν [[ὀπός]], 4, 283; Eur. Alc. 398.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν [[ὀπός]], 4, 283; Eur. Alc. 398.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[κάμνω]] τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν [[αὐτόθι]] 397· ― [[μετὰ]] γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν [[ὀπός]], ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, [[μένω]] [[ὀρφανός]], πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· [[μένω]] ἐν [[ὀρφανία]], Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. [[ἀποκομίζω]], [[Ἅιδης]] ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.
}}
}}

Revision as of 09:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνίζω Medium diacritics: ὀρφανίζω Low diacritics: ορφανίζω Capitals: ΟΡΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: orphanízō Transliteration B: orphanizō Transliteration C: orfanizo Beta Code: o)rfani/zw

English (LSJ)

   A make orphan, make destitute, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς E.Alc.276 (anap.); ἀμὸν βίον ὠρφάνισσε (prob. cj., -ισε codd.) ib.397: c. gen., rob, bereave of a thing, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς, Theoc.Ep.5.6, AP7.483 ; βιότου IG12(8).441.8 (Thasos); ὀ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός rob Slander of her voice, Pi.P. 4.283:—Pass., to be bereaved, τῶν φίλων Gorg.Hel.7 ; ἐκ δυοῖν . . ὠρφανισμένος βίον (βίου codd.) S.Tr.942 : abs., to be left in orphanhood, Pi. P.6.22.    II sweep away, Ἅιδης . . ἐλπίδας ὠρφάνισεν Epigr.Gr.233.10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 388] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν ὀπός, 4, 283; Eur. Alc. 398.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, κάμνω τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν αὐτόθι 397· ― μετὰ γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός, ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, μένω ὀρφανός, πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· μένω ἐν ὀρφανία, Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. ἀποκομίζω, Ἅιδης ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.