προστροπή: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(13_7_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] ἡ, eigtl. das sich irgendwohin od. an Jem. wenden, gew. von dem mit Bitten an Einen sich wendenden, um Hülfe flehenden [[ἱκέτης]] gesagt; bes. der sich nach einem begangenen Morde od. anderm Verbrechen an einen Gott od. Menschen zur Sühnung u. Reinigung wendet; das Bitten der Hülfeflehenden, u. übh. Flehen, Gebet; θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη, Aesch. Pers. 212; Ch. 21. 83 Eum. 688; [[τίνα]] πόλεως ἐπέστης προστροπὴν ἐμοῦ τ' ἔχων, Soph. O. C. 564, welches Ansuchen an die Stadt oder mich habend, wie Eur. θεᾶς τῆσδε προστροπὴν ἔχω, I. T. 618; βωμοὺς κνισσᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς, Alc. 1159; Aesch. 3, 110 vrbdt προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο, Verwünschung. – Harpocr. erkl. es = προστρόπαιον u. führt es aus Dinarch. an, also die Blutschuld, Verunreinigung durch ein Verbrechen, dah. προστροπῇ ἐνέχεσθαι, mit einer schweren Schuld behaftet sein. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] ἡ, eigtl. das sich irgendwohin od. an Jem. wenden, gew. von dem mit Bitten an Einen sich wendenden, um Hülfe flehenden [[ἱκέτης]] gesagt; bes. der sich nach einem begangenen Morde od. anderm Verbrechen an einen Gott od. Menschen zur Sühnung u. Reinigung wendet; das Bitten der Hülfeflehenden, u. übh. Flehen, Gebet; θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη, Aesch. Pers. 212; Ch. 21. 83 Eum. 688; [[τίνα]] πόλεως ἐπέστης προστροπὴν ἐμοῦ τ' ἔχων, Soph. O. C. 564, welches Ansuchen an die Stadt oder mich habend, wie Eur. θεᾶς τῆσδε προστροπὴν ἔχω, I. T. 618; βωμοὺς κνισσᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς, Alc. 1159; Aesch. 3, 110 vrbdt προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο, Verwünschung. – Harpocr. erkl. es = προστρόπαιον u. führt es aus Dinarch. an, also die Blutschuld, Verunreinigung durch ein Verbrechen, dah. προστροπῇ ἐνέχεσθαι, mit einer schweren Schuld behaftet sein. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προστροπή''': ἡ, τὸ τρέπεσθαι [[πρός]] τινα· [[ὅθεν]] ἡ τροπὴ τοῦ ἱκέτου [[πρός]] τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον πρὸς αἴτησιν ὑπερασπίσεως καὶ ἁγνισμοῦ, ἡ προσευχὴ ἢ [[ἱκετεία]] τοῦ τοιούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 718, πρβλ. Πλούτ. 2. 560Ε· - ἀκολούθως πᾶσα πρὸς θεὸν [[δέησις]], [[προσευχή]], [[μάλιστα]] σεμνὴ [[μετὰ]] θυσιῶν, θεοὺς… προστροπαῖς ἱκνουμένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 216, πρβλ. Εὐρ. Ἅλκ. 1156· [[ἱκεσία]] ξένων πρ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 108· προστροπὴν καὶ ἀρὰν [[ὑπὲρ]] τούτων ἐποιήσαντο Αἰσχίν. 69. 11· προστροπὴν θεᾶς ἔχω, ἐκτελῶ τὸ καθῆκον τῆς πρὸς τὴν θεὰν λατρείας, δηλ. εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 618· [[ἀλλά]], πόλεως προστροπὴν ἔχω, [[κάμνω]] αἴτησιν πρὸς τὴν πόλιν, Σοφ. Ο. Κ. 558· ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 85. 2) πρ. γυναικῶν, χορὸς γυναικῶν ἱκετευουσῶν, ὁ αὐτ. 21. ΙΙ. ἡ ἐνοχὴ ἢ τὸ [[ἄγος]], [[μίασμα]] τοῦ φονέως, Συνέσ. 186Α, 202D. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A turning of a suppliant (ἱκέτης) to a god or man to implore protection or purification, supplication, A.Eu.718 (pl.); λιταὶ καὶ π. Plu.2.560e: hence, 2 any address to a god, solemn invocation, θεοὺς . . προστροπαῖς ἱκνουμένη A.Pers.216, cf. E.Alc.1156, IG5(1).26.10 (Amyclae, ii/i B.C.); ἱκεσία ξένων π. E.Heracl.108 (lyr.); π. καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο Aeschin.3.110; θεᾶς ἔχω προστροπήν discharge the duty of ministering to the goddess, E.IT618; but πόλεως προστροπὴν ἔχειν address a petition to the city, S.OC558; of libations, A.Ch.85. 3 π. γυναικῶν suppliant band of women, ib. 21.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, eigtl. das sich irgendwohin od. an Jem. wenden, gew. von dem mit Bitten an Einen sich wendenden, um Hülfe flehenden ἱκέτης gesagt; bes. der sich nach einem begangenen Morde od. anderm Verbrechen an einen Gott od. Menschen zur Sühnung u. Reinigung wendet; das Bitten der Hülfeflehenden, u. übh. Flehen, Gebet; θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη, Aesch. Pers. 212; Ch. 21. 83 Eum. 688; τίνα πόλεως ἐπέστης προστροπὴν ἐμοῦ τ' ἔχων, Soph. O. C. 564, welches Ansuchen an die Stadt oder mich habend, wie Eur. θεᾶς τῆσδε προστροπὴν ἔχω, I. T. 618; βωμοὺς κνισσᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς, Alc. 1159; Aesch. 3, 110 vrbdt προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο, Verwünschung. – Harpocr. erkl. es = προστρόπαιον u. führt es aus Dinarch. an, also die Blutschuld, Verunreinigung durch ein Verbrechen, dah. προστροπῇ ἐνέχεσθαι, mit einer schweren Schuld behaftet sein.
Greek (Liddell-Scott)
προστροπή: ἡ, τὸ τρέπεσθαι πρός τινα· ὅθεν ἡ τροπὴ τοῦ ἱκέτου πρός τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον πρὸς αἴτησιν ὑπερασπίσεως καὶ ἁγνισμοῦ, ἡ προσευχὴ ἢ ἱκετεία τοῦ τοιούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 718, πρβλ. Πλούτ. 2. 560Ε· - ἀκολούθως πᾶσα πρὸς θεὸν δέησις, προσευχή, μάλιστα σεμνὴ μετὰ θυσιῶν, θεοὺς… προστροπαῖς ἱκνουμένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 216, πρβλ. Εὐρ. Ἅλκ. 1156· ἱκεσία ξένων πρ. Εὐρ. Ἡρακλ. 108· προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο Αἰσχίν. 69. 11· προστροπὴν θεᾶς ἔχω, ἐκτελῶ τὸ καθῆκον τῆς πρὸς τὴν θεὰν λατρείας, δηλ. εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 618· ἀλλά, πόλεως προστροπὴν ἔχω, κάμνω αἴτησιν πρὸς τὴν πόλιν, Σοφ. Ο. Κ. 558· ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 85. 2) πρ. γυναικῶν, χορὸς γυναικῶν ἱκετευουσῶν, ὁ αὐτ. 21. ΙΙ. ἡ ἐνοχὴ ἢ τὸ ἄγος, μίασμα τοῦ φονέως, Συνέσ. 186Α, 202D.