κάμπη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; [[πτιλόνωτος]] Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; [[ὑψικάρηνος]] Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. [[κάμπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; [[πτιλόνωτος]] Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; [[ὑψικάρηνος]] Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. [[κάμπος]].
}}
{{ls
|lstext='''κάμπη''': (παροξύτ.), ἡ, «κάμπια», Λατ. eruca, Ἱππ. 263. 36, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ μεταξοσκώληκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 10, κτλ. ΙΙ. μυθῶδές τι Ἰνδικὸν [[τέρας]], Διόδ. 3. 72, Νόνν. Δ. 18. 237. Πρβλ. [[κάμπος]]. (Πρβλ. τὸ ἐν Βέδαις kapanâ ([[σκώληξ]], [[κάμπη]])· ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξεως πρὸς τὸ κάμπτω, ἄν καὶ [[εἶναι]] δύσκολον νὰ ἀμφιβάλλῃ τις περὶ [[αὐτοῦ]], πρβλ. τὴν παρατήρησιν τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Πορείας 7, 5, τὰ ἄποδα δυσὶ χρώμενα προέρχεται καμπαῖς, κτλ.).
}}
}}

Revision as of 09:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπη Medium diacritics: κάμπη Low diacritics: κάμπη Capitals: ΚΑΜΠΗ
Transliteration A: kámpē Transliteration B: kampē Transliteration C: kampi Beta Code: ka/mph

English (LSJ)

ἡ,

   A caterpillar, Hp.Superf.28, Aristopho 10.4, LXXAm.4.9, etc.; of the silk-worm, Arist.HA551b11, Thphr.HP4.14.9.    2 ornament of this shape, dub. in IG12(5).134.13 (Paros).    II a fabulous Indian monster, D.S.3.72, Nonn.D.18.237; cf. κάμπος.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; πτιλόνωτος Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; ὑψικάρηνος Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. κάμπος.

Greek (Liddell-Scott)

κάμπη: (παροξύτ.), ἡ, «κάμπια», Λατ. eruca, Ἱππ. 263. 36, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ μεταξοσκώληκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 10, κτλ. ΙΙ. μυθῶδές τι Ἰνδικὸν τέρας, Διόδ. 3. 72, Νόνν. Δ. 18. 237. Πρβλ. κάμπος. (Πρβλ. τὸ ἐν Βέδαις kapanâ (σκώληξ, κάμπη)· ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξεως πρὸς τὸ κάμπτω, ἄν καὶ εἶναι δύσκολον νὰ ἀμφιβάλλῃ τις περὶ αὐτοῦ, πρβλ. τὴν παρατήρησιν τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Πορείας 7, 5, τὰ ἄποδα δυσὶ χρώμενα προέρχεται καμπαῖς, κτλ.).