ῥεκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(c2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥεκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ῥέζω]]) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου [[πρηκτήρ]], κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι [[πρᾶγμα]], χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ῥέζω)
A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191. 2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.
German (Pape)
[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.