σχελίς: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(13_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ίδος, ἡ, att. statt [[σκελίς]]; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ίδος, ἡ, att. statt [[σκελίς]]; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.
}}
{{ls
|lstext='''σχελίς''': -ίδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σχελίδες, ἐπιμήκη τεμάχη [[κρεῶν]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 342, Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἀποσπ. 249 σχελίδες ὁλόκνημοι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 6· ― [[ὡσαύτως]], σχ. ὑῶν, χοίρων, Δίωνος Χρυσ. Λογ. 7, σ. 236. ΙΙ. σκελὶς παρὰ μεταγεν. ἀντὶ [[ἄγλις]], κοινῶς «σκελίδα», «καὶ βρέχε μίαν σκελίδα σκόρδου εἰς αὐτὸ τὸ παχὺ» Ἀγαπίου Γεωπον. 144. (Ἡ ἐκ τοῦ [[σκέλος]] [[ἐτυμολογία]] δὲν συνάδει πρὸς τὴν σημασίαν ἣν εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδουσιν οἱ Γραμματ.· ― «σχελίδας· βοὸς [[πλευρά]], ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικὰ τῶν βοῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἡσύχ.).
}}
}}

Revision as of 09:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχελίς Medium diacritics: σχελίς Low diacritics: σχελίς Capitals: ΣΧΕΛΙΣ
Transliteration A: schelís Transliteration B: schelis Transliteration C: schelis Beta Code: sxeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, mostly in pl. σχελίδες,

   A ribs of beef, A.Fr.443, Ar. Eq.362 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), Fr.253; σ. ὁλόκνημοι Pherecr.108.13, cf. Luc.Lex.6; also κάπρου σχελίδες cj. Mein. in Archipp.11.3 (lyr.); σ. λαγωῶν Poll.6.33:—later written σκελίδες, ὑῶν sides of bacon, D.Chr.7.44, cf. PSI4.428.5 (iii B.C.), and so prob. in Poll.2.193.

German (Pape)

[Seite 1054] ίδος, ἡ, att. statt σκελίς; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σχελίς: -ίδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σχελίδες, ἐπιμήκη τεμάχη κρεῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 342, Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἀποσπ. 249 σχελίδες ὁλόκνημοι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 6· ― ὡσαύτως, σχ. ὑῶν, χοίρων, Δίωνος Χρυσ. Λογ. 7, σ. 236. ΙΙ. σκελὶς παρὰ μεταγεν. ἀντὶ ἄγλις, κοινῶς «σκελίδα», «καὶ βρέχε μίαν σκελίδα σκόρδου εἰς αὐτὸ τὸ παχὺ» Ἀγαπίου Γεωπον. 144. (Ἡ ἐκ τοῦ σκέλος ἐτυμολογία δὲν συνάδει πρὸς τὴν σημασίαν ἣν εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδουσιν οἱ Γραμματ.· ― «σχελίδας· βοὸς πλευρά, ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικὰ τῶν βοῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἡσύχ.).