νόσημα: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0263.png Seite 263]] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Uebertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι [[νόσημα]], τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ [[νόσημα]] μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας [[νόσημα]], Thuc. 2, 53; τὸ [[νόσημα]] τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον [[νόσημα]], ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0263.png Seite 263]] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Uebertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι [[νόσημα]], τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ [[νόσημα]] μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας [[νόσημα]], Thuc. 2, 53; τὸ [[νόσημα]] τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον [[νόσημα]], ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''νόσημα''': τό, ([[νοσέω]]) [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], ὡς τὸ [[νόσος]], Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον [[εἶναι]] … συνθέτους λόγους [[αὐτόθι]] 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν [[αὐτόθι]] 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. [[νοσέω]] 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. [[νοσέω]] 3.
}}
}}

Revision as of 09:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσημα Medium diacritics: νόσημα Low diacritics: νόσημα Capitals: ΝΟΣΗΜΑ
Transliteration A: nósēma Transliteration B: nosēma Transliteration C: nosima Beta Code: no/shma

English (LSJ)

Ion. νούσ-, ατος, τό, (νοσέω)

   A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39; νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27; νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1.    2 metaph., of passion, vice, etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227; ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1; τὸ ν. τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b, cf. Chrysipp.Stoic.3.103.    b of any grievous affliction, S.OT1293; esp. of disorder in a state, τυραννίδα . . ἔσχατον πόλεως ν. Pl.R.544c, cf. D.19.259, etc.

German (Pape)

[Seite 263] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Uebertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νόσημα: τό, (νοσέω) ἀσθένεια, λοιμός, ὡς τὸ νόσος, Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναι … συνθέτους λόγους αὐτόθι 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν αὐτόθι 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. νοσέω 3.