γιγγλυμόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(4)
 
(6_20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gigglumo/omai
|Beta Code=gigglumo/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be hinge-jointed</b>, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be hinge-jointed</b>, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''γιγγλῠμόομαι''': συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμόομαι Medium diacritics: γιγγλυμόομαι Low diacritics: γιγγλυμόομαι Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ginglymóomai Transliteration B: ginglymoomai Transliteration C: gigglymoomai Beta Code: gigglumo/omai

English (LSJ)

   A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.