βράστης: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(13_1) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, Erschütterung, eine Art Erdbeben, οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ [[κάτω]] κατ' ὀρθὰς γωνίας Arist. mund. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, Erschütterung, eine Art Erdbeben, οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ [[κάτω]] κατ' ὀρθὰς γωνίας Arist. mund. 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βράστης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[βράσσω]]) ἐπὶ σεισμοῦ, ὁ ἀνασείων τὴν γῆν καθέτως ἐκ τῶν [[κάτω]] πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κοσμ. 4, 30· πρβλ. [[βρασματίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (βράσσω) of an earthquake,
A upheaving the earth verlically, Arist.Mu.396a3.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ, Erschütterung, eine Art Erdbeben, οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βράστης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βράσσω) ἐπὶ σεισμοῦ, ὁ ἀνασείων τὴν γῆν καθέτως ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κοσμ. 4, 30· πρβλ. βρασματίας.