χάρων: Difference between revisions
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(c2) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt [[χαροπός]], Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt [[χαροπός]], Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χάρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητικ. ἀντὶ [[χαροπός]], [[μάλιστα]] ὡς [[ὄνομα]] (Μακεδονικόν, ὡς λέγεται) τοῦ λέοντος, Εὐφορ. 47 (καὶ [[αὐτόθι]] Meineke, Λυκόφρ. 455, πρβλ. Ἠσύχ. [[ἔνθα]] : «[[χάρων]]· ὁ [[λέων]], ἀπὸ τῆς χαροπότητος», Sturz D. Mac. σ. 47 κἑξ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀετοῦ, Λυκόφρ. 260, καὶ [[αὐτόθι]] Bachm.· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Λυκόφρ. 660. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Χάρων ὁ πορθμεὺς τῆς Στυγός, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἀπαστραπτόντων καὶ ἀγρίων ὀφθαλμῶν αυτοῦ («Χάρος» = [[θάνατος]]), Εὐρ. Ἄλκ. 254, 361, κ. ἀλλ.· κλητ. ὦ Χάρον Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 52· [[ἀλλά]], χαῖρ’ ὦ Χάρων ([[μετὰ]] παιδιᾶς ἐν τῇ λέξει) Ἀριστοφ Βάτραχ. 183. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:39, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, poet. for χαροπός, Μήνης παῖδα χάρωνα, of the Nemean lion, Euph.84.4; so as Subst. (said to be Maced.),
A χάρωνος ὠμηστοῦ δορά Lyc.455, cf. Hsch., etc.; also of the eagle, Lyc.260; of the Cyclops, Id.660. II as pr. n., Charon, the ferryman of the Styx, E.Alc.254 (lyr.), 361, al.; voc. ὦ Χάρον Cratin.324c (v.l. Χάρων); but χαῖρ' ὦ Χάρων (with a pun) Ar.Ra.184.
German (Pape)
[Seite 1340] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt χαροπός, Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
χάρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητικ. ἀντὶ χαροπός, μάλιστα ὡς ὄνομα (Μακεδονικόν, ὡς λέγεται) τοῦ λέοντος, Εὐφορ. 47 (καὶ αὐτόθι Meineke, Λυκόφρ. 455, πρβλ. Ἠσύχ. ἔνθα : «χάρων· ὁ λέων, ἀπὸ τῆς χαροπότητος», Sturz D. Mac. σ. 47 κἑξ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀετοῦ, Λυκόφρ. 260, καὶ αὐτόθι Bachm.· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Λυκόφρ. 660. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Χάρων ὁ πορθμεὺς τῆς Στυγός, κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἀπαστραπτόντων καὶ ἀγρίων ὀφθαλμῶν αυτοῦ («Χάρος» = θάνατος), Εὐρ. Ἄλκ. 254, 361, κ. ἀλλ.· κλητ. ὦ Χάρον Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 52· ἀλλά, χαῖρ’ ὦ Χάρων (μετὰ παιδιᾶς ἐν τῇ λέξει) Ἀριστοφ Βάτραχ. 183.