νάβλα: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(c1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0227.png Seite 227]] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch [[ναῦλα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0227.png Seite 227]] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch [[ναῦλα]].
}}
{{ls
|lstext='''νάβλα''': ἡ, μουσικόν τι [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) [[δώδεκα]] χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 ([[ἔνθα]] τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως [[εἶναι]]: [[ναῦλα]], ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο [[ὄργανον]] Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς [[μετὰ]] τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[βάρβιτος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νάβλα]]· [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ [[ψαλτήριον]]. ἢ [[κιθάρα]]», καὶ «νάβλας· [[κιθαριστής]], [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ [[ὄργανον]]».
}}
}}

Revision as of 09:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάβλα Medium diacritics: νάβλα Low diacritics: νάβλα Capitals: ΝΑΒΛΑ
Transliteration A: nábla Transliteration B: nabla Transliteration C: navla Beta Code: na/bla

English (LSJ)

ἡ,

   A a musical instrument of ten or (acc. to J.AJ7.12.3) of twelve strings, cj. in S.Fr.849, cf. LXX 1 Ki.10.5, al.:—also νάβλας, α, ὁ, Sopat.16, Philem.44, Str.10.3.17; cf. ναῦλον 1. (Semitic word, cf. Hebr. nēbel; Phoenician, acc. to Ath.4.175b.).    II dub. sens. in acc. τὸν νάβλα, OGI175.9 (Egypt, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 227] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch ναῦλα.

Greek (Liddell-Scott)

νάβλα: ἡ, μουσικόν τι ὄργανον ἔχον δέκα ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) δώδεκα χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 (ἔνθα τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως εἶναι: ναῦλα, ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο ὄργανον Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, ὅπερ συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς μετὰ τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. ὡσαύτως βάρβιτος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ ψαλτήριον. ἢ κιθάρα», καὶ «νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ ὄργανον».