παρακαθίζω: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., [[καί]] μοι κέλευε αὐτὸν [[ἐνθάδε]] παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' [[ἑκάτερος]] παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., [[καί]] μοι κέλευε αὐτὸν [[ἐνθάδε]] παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' [[ἑκάτερος]] παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρακαθίζω''': μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - [[καθίζω]] ἐμαυτόν, [[καθίζω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ [[παρά]] τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. [[παρακαθέζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 5 August 2017
English (LSJ)
pf.
A παρακεκαθικέναι Arr.Epict.2.6.23:—set beside or near, Pl.R.553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. 11, LXX Jb.2.13, D.S.23.9, Arr. l.c., Plu.Mar. 17. 2 Med. with aor. 1 παρεκαθισάμην, let another sit down beside one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.AJ19.4.5; also π. τινά make him assessor or co-arbiter, D.33.14. II mostly Pass. and Med., fut. -καθιζήσομαι Pl.Ly.207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.Euthd.273b, Ar.Pl.727; part. παρακαθεζόμενος X.Cyr.5.5.7, Mem.4.2.8, Pl.Chrm.153c, Thphr.Char.3.2, Plu.Art.26; later -καθεσθείς Ev.Luc.10.39, J.AJ6.11.9, Gal.14.637:—seat oneself, sit down beside or near another, ll. cc., Pl.Tht.144d.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνθάδε παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίζω: μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - καθίζω ἐμαυτόν, καθίζω ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ παρά τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. παρακαθέζομαι.