ὀλισθηρός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] <b class="b2">schlüpfrig, glatt,</b> wo man leicht ausgleitet; [[οἶμος]], Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; [[τόπος]], Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; [[τύχη]], Agath. 66 (X, 66); [[ἱκεσία]], 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] <b class="b2">schlüpfrig, glatt,</b> wo man leicht ausgleitet; [[οἶμος]], Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; [[τόπος]], Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; [[τύχη]], Agath. 66 (X, 66); [[ἱκεσία]], 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.
}}
{{ls
|lstext='''ὀλισθηρός''': -ά, -όν, «γλιστερός», Λατ. lubricus, [[οἶμος]] Πινδ. Π. 2. 175· ἂν ... ὀλ. ᾖ τὸ [[χωρίον]] Ξεν. Ἱππ. 7, 15· λίθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ γλοιώδους οὐσίας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385, ἐν τῷ θετ. καὶ ὑπερθ, ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὐκόλως διαφεύγων, ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἢ κατέχει, Πλάτ. Σοφιστ. 231Α· [[τύχη]] Ἀνθ. Π. 10. 66· τὸ ὀλ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22· ὀλ. ἱκεσίη Ἀνθ. Π. 5. 2, 6· ὀλ. πρὸς ὀργὴν Πλάτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς ὀλίσθησιν, πόδες [[αὐτόθι]] 7. 542· ὀλισθηροὶ εἰς πόδας [[αὐτόθι]] 398· - Ἐπίρρ. ὀλισθηρῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 193· ὀλ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 31C.
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλισθηρός Medium diacritics: ὀλισθηρός Low diacritics: ολισθηρός Capitals: ΟΛΙΣΘΗΡΟΣ
Transliteration A: olisthērós Transliteration B: olisthēros Transliteration C: olisthiros Beta Code: o)lisqhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slippery, οἶμος Pi.P.2.96 (metaph.) ; ἂν . . ὀ. ᾖ τὸ χωρίον X.Eq.7.15 ; λίθοι Id.An.4.3.6, etc. ; of mucilage, Hp.Acut.10, 15 (Sup.).    II metaph., slippery, hard to catch and keep hold of, Pl.Sph.231a (Sup.) ; τύχη AP10.66 (Agath.); τὸ ὀ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ps.-Luc.Philopatr. 22 ; ὀ. ἱκεσίη AP5.215 (Agath.).    2 liable to slip, πόδες AP7.542 (Stat. Flacc.) ; ὀλισθηροὶ εἰς πόδας ib.398 (Antip.) : metaph., πρὸς ὀργὴν ὀ. Plu.Cat.Mi.1. Adv. -ρῶς, ἔχειν πρός τι Id.2.31c.

German (Pape)

[Seite 323] schlüpfrig, glatt, wo man leicht ausgleitet; οἶμος, Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; τόπος, Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; τύχη, Agath. 66 (X, 66); ἱκεσία, 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλισθηρός: -ά, -όν, «γλιστερός», Λατ. lubricus, οἶμος Πινδ. Π. 2. 175· ἂν ... ὀλ. ᾖ τὸ χωρίον Ξεν. Ἱππ. 7, 15· λίθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ γλοιώδους οὐσίας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385, ἐν τῷ θετ. καὶ ὑπερθ, ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὐκόλως διαφεύγων, ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἢ κατέχει, Πλάτ. Σοφιστ. 231Α· τύχη Ἀνθ. Π. 10. 66· τὸ ὀλ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22· ὀλ. ἱκεσίη Ἀνθ. Π. 5. 2, 6· ὀλ. πρὸς ὀργὴν Πλάτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς ὀλίσθησιν, πόδες αὐτόθι 7. 542· ὀλισθηροὶ εἰς πόδας αὐτόθι 398· - Ἐπίρρ. ὀλισθηρῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 193· ὀλ. ἔχειν πρός τι Πλούτ. 2. 31C.