εὔβολος: Difference between revisions
(13_4) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔβολος''': -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων [[βόλος]], εὐκόλως ἐπιτυγχάνον [[ῥίψιμον]] τοῦ κύβου, [[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ [[Μίδας]] ἦν [[ὄνομα]] βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, [[Πολυδ]]. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. [[Μίδας]]: - [[καθόλου]], [[εὐτυχής]], [[ἐπιτυχής]], «[[τυχηρός]]», [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο [[εὐτυχής]], διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 ([[οὕτως]] ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:46, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.
German (Pape)
[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).