συγκοπή: Difference between revisions
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up into small pieces, Plu.2.912e, POxy.1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.Vit.Auct.19; cutting of metal into pieces for coinage, Peripl.M.Rubr.6: metaph., extreme conciseness, opp. συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ. Longin.42. 2 Gramm., syncope, i.e. cutting a word short by striking out one or more letters, A.D. Adv.169.15, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.Rom. 11. b = ἀποκοπή v, Longin.39.4. II stoppage, cutting short, ἡ τοῦ πνεύματος σ. D.H.Comp.15; αἱ σ. τῶν ἤχων ib.22. III sudden loss of strength, syncope, Aret.SA2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf. σύγκοπος, συγκόπτω 111.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. σύγκοπος.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοπή: ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν μέταλλον εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη βραχύτης, ἀντίθ. τῷ συντομία, Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, ἤλυθον ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, Ἀπολλώνιος περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. σύγκρουσις, αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως κατάπτωσις συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν ἄκρων, Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. σύγκοπος, συγκόπτω ΙΙΙ.