ἁλοσύδνη: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
(13_5)
 
(6_9)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. [[ὕδνης]], vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι [[νέποδες]] καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. [[ὕδνης]], vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι [[νέποδες]] καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
}}
{{ls
|lstext='''ἁλοσύδνη''': ἡ, = ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Δ. 404, [[ἔνθα]] αἱ φῶκαι καλοῦνται τέκνα τῆς Ἁλοσύδνης· ὡς προσηγορ. ἐν Ἰλ. Υ. 207, [[ἔνθα]] ἡ [[Θέτις]] ἀποκαλεῖται [[καλλιπλόκαμος]] ἁλ., καλλίκομον [[τέκνον]] τῆς θαλάσσης: [[οὕτως]] αἱ Νηρηίδες ὀνομάζονται ἁλοσύδναι ὑπὸ Ἀπολλ. Ροδ. Δ.1599· καὶ Νηρηίς τις Ὑδατοσύδνη ὑπὸ Καλλ. Ἀποσπ. 347. (Ἡ συλλαβὴ συ- παράγεται πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[υἱός]], πρβλ. Σανσκρ. su, sû, (generare): ἡ [[κατάληξις]] -δνη παραβάλλεται πρὸς τὰς λέξεις ἔχιδνα, [[βασίλιννα]], [[Δίκτυννα]], κτλ.)
}}
}}

Revision as of 09:49, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλοσύδνη: ἡ, = ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Δ. 404, ἔνθα αἱ φῶκαι καλοῦνται τέκνα τῆς Ἁλοσύδνης· ὡς προσηγορ. ἐν Ἰλ. Υ. 207, ἔνθαΘέτις ἀποκαλεῖται καλλιπλόκαμος ἁλ., καλλίκομον τέκνον τῆς θαλάσσης: οὕτως αἱ Νηρηίδες ὀνομάζονται ἁλοσύδναι ὑπὸ Ἀπολλ. Ροδ. Δ.1599· καὶ Νηρηίς τις Ὑδατοσύδνη ὑπὸ Καλλ. Ἀποσπ. 347. (Ἡ συλλαβὴ συ- παράγεται πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ υἱός, πρβλ. Σανσκρ. su, sû, (generare): ἡ κατάληξις -δνη παραβάλλεται πρὸς τὰς λέξεις ἔχιδνα, βασίλιννα, Δίκτυννα, κτλ.)